Μόλις ο Πάτροκλος ακούει τη Δήμητρα να του λέει για το μωρό του Νεκτάριου και ότι δεν πρόκειται να πάρει τίποτα από την περιουσία των παιδιών της, σαλτάρει τελείως
και, προκειμένου να την ευχαριστήσει, του μπαίνει μια τρελή ιδέα, να εξαφανίσει το μωρό.
Ετσι, πηγαίνει στην Κύπρο και κατευθύνεται στο σπίτι της Αλεξάνδρας. Παραφυλάει και μόλις τη βλέπει να φεύγει για τη δουλειά της, μπαίνει κρυφά στο σπίτι της από ένα ανοιχτό παράθυρο. Οταν η γυναίκα που κρατάει το μωρό πηγαίνει προς τα μέσα, ο Πάτροκλος τρέχει γρήγορα, κλείνει την πόρτα και κλειδώνει τη γυναίκα.
Στη συνέχεια μπαίνει μέσα στο δωμάτιο που είναι το μωρό, το παίρνει με το πορτ μπεμπέ και το σκεπάζει με μια κουβερτούλα να μη φαίνεται. Ανοίγει την πόρτα και φεύγει.
Αμέσως με το που απομακρύνεται από το σπίτι της Αλεξάνδρας, τηλεφωνεί στη Δήμητρα: «Αγάπη μου, είμαι Λευκωσία. Αρπαξα το μωρό του Νεκτάριου και της Αλεξάνδρας και το έχω σπίτι. Μέχρι το βράδυ δεν θα υπάρχει».
Δημοσίευση σχολίου